φαγόσωμα

φαγόσωμα
το, Ν
1. βιολ. το φαγοκυτταρικό χυμοτόπιο
2. φρ. α) «αυτοφαγικό φαγόσωμα»
βιολ. φαγόσωμα ενδογενούς προέλευσης
β) «ετεροφαγικό φαγόσωμα»
βιολ. φαγόσωμα εξωγενούς προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagosome].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαγοκυτταρικός — ή, ό, Ν [φαγοκύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαγοκύτταρα 2. φρ. «φαγοκυτταρικό χυμοτόπιο» βιολ. χυμοτόπιο στο εσωτερικό τού κυττάρου, που περιβάλλεται από κυτταρική μεμβράνη, σχηματίζεται με αποκοπή μιας εγκόλπωσής της κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”